σκανταλιάρης, -α, -ικο

σκανταλιάρης, -α, -ικο
1. αυτός που δημιουργεί αφορμές για έριδες.
2. ανήσυχος, άτακτος.
3. αυτός που προκαλεί ερωτικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκανταλιάρης — και σκανδαλιάρης, α, ικο, Ν 1. αυτός που δημιουργεί σκάνδαλα, που δίνει αφορμές για φιλονικίες 2. (κυρίως για παιδιά) αυτός που κάνει σκανταλιές, που συμπεριφέρεται χωρίς τάξη και πειθαρχία, άτακτος, ζωηρός 3. αυτός που προκαλεί ερωτικά, που… …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλιάρης — α, ικο, Ν βλ. σκανταλιάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”